πειρασμῶν

πειρασμῶν
πειρασμός
trial
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • мысльныи — (51) пр. 1.Мысленный, относящийся к мысли, сознанию: с горы закона ѹклонихсѧ ˫ако тощь корабль. мысльными волнами ѹмъ погрузихъ. в мирстѣмь любоимѣнь˫а мори. КТур XII сп. XIV, 228; ѹмомь точью раду˫асѧ дѡзрѧ б҃а мыслью. i не постигнуща. аще к… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • напасть — НАПАСТ|Ь (391), И с. 1. Беда, несчастье; напасть: Мѹжь ѹнъ въздрастъмь ѹпивъсѧ ѹтоми тѣло. въ воиньскыихъ чинѣхъ лѣпѹ˫а. напасть отъ того приѥмлѧ въ себѣ. не могыи ѹправитисѧ. ни своима ногама могыи походити. Изб 1076, 267; вы въ напастьхъ ѹтѣха …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пламы — ПЛАМ|Ы (164), ЕНЕ с. 1.Пламя, огонь: ѡ||баче къ нѥмѹ не приближитес˫а да не пожьжеть вы пламень дьржѧ въ ѹстѣхъ. (φλόγα) ЖФСт к. XII, 134–135; пламень великъ зѣло. ѿ вьрьха цр҃квьнааго ишьдъ… прѣиде на дрѹгыи хълъмъ. ЖФП XII, 56а; ини же видѧхѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιμορμύρω — ἐπιμορμύρω (AM) κελαρύζω, μουρμουρίζω («ἐπεμόρμυρε τῶν πειρασμῶν τὸ κῡμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορμύρω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ζωομορφία — η [ζωόμορφος] 1. ομοιότητα στη μορφή με τα ζώα 2. (κυρ. για πάθη ή καταστάσεις) απεικόνιση με μορφή ζώου («οι ζωομορφίες τών πειρασμών τού Αντωνίου», Παπαντ.) 3. πραγματεία περί τής μορφής, δηλ. τού εξωτερικού σχηματισμού τών ζώων …   Dictionary of Greek

  • ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Μέγας — (; – 295 μ.Χ.). Θεολόγος και επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ήταν μαθητής του Ωριγένη. To 231 ορίστηκε επικεφαλής της κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας και το 247 προχειρίσθηκε σε επίσκοπο της πόλης. Καταδιώχθηκε στους δύο μεγάλους διωγμούς της εποχής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Φλομπέρ, Γκιστάβ — (Flaubert, Ρουάν 1821 – Κρουασέ, Ρουάν 1880). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε νεότατος να γράφει, επειδή τον ωθούσε μια πρόωρη αγάπη για το θέατρο, για το οποίο άφησε μερικά ημιτελή ή μέτριας αξίας έργα, αν εξαιρέσουμε τον Υποψήφιο (που ανεβάστηκε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”